- προολκή
- η, Ν [προέλκω]1. έλξη προς τα εμπρός2. εργασία τής μεθόρμισης σκάφους με παλαμάρια3. η επαναφορά τού σωλήνα ναυτικού πυροβόλου στην πρόσθια θέση μετά την ανάκρουση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προολκέας — ο, Ν δίτροχο εξάρτημα που τοποθετείται μπροστά από το αλέτρι για να το συνδέει με τον ιστοβοέα και να ρυθμίζει το βάθος τού οργώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προολκή «έλξη προς τα εμπρός» + κατάλ. έας (πρβλ. βαφ έας)] … Dictionary of Greek
προόλκαιο — το, Ν 1. δίτροχο όχημα για την ρυμούλκηση τού κιλλίβαντα πυροβόλου 2. το πρόσθιο μέρος τετράτροχου οχήματος που αποτελείται από δύο χωριζόμενα τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προολκή «έλξη προς τα εμπρός» + επίθημα αιο (ουδ. τής κατάλ. αίος). Η λ., στον… … Dictionary of Greek